- ἐφέδρου
- ἔφεδροςsittingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
Ταγκόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Δημήτριος (Ύδρα 1867 – Αθήνα 1926). Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ιατρική της οποίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας (1890). Tην άσκησε μάλιστα ως επάγγελμα για ένα μικρό διάστημα στους… … Dictionary of Greek
εγκόλπιο — το 1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι. 2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού. 3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)